Header Ads

Classics: Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος Με Το Πριόνι - The Texas Chainsaw Massacre (1974)

Το Texas Chainsaw Massacre θεωρείται και δικαίως ως μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών. 

Πεποίθηση του υποφαινόμενου είναι πως αποτελεί την συγκλονιστικότερη στιγμή στην ιστορία του σινεμά τρόμου. 

Πρώτα και κύρια, γιατί μαζί με 2-3 άλλες ταινίες (Last House of the Left, The Hills have Eyes) είναι αυτή που έδωσε στον κινηματογράφο του τρόμου, την ώθηση που χρειαζόταν την εποχή εκείνη, για να εξερευνήσει «χώρους» που έως τότε παρέμεναν απλησίαστοι.
 

Για να εξετάσουμε το αριστούργημα του Tobe Hooper πιο σφαιρικά, πρέπει να δούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες, η ταινία γυρίστηκε και κυκλοφόρησε. 

Η δεκαετία του ’70 ήταν μια περίοδος κοινωνικού μετασχηματισμού για τις Hνωμένες Πολιτείες. 
Η ήττα στον πόλεμο του Βιετνάμ, το σκάνδαλο του Watergate, η πετρελαϊκή κρίση του ’73 σημάδεψε και πλήγωσε βαθιά την αμερικάνικη κοινωνία. 

Το αμερικάνικο όνειρο, η μεταπολεμική κοινωνία της αφθονίας είχαν καταρρεύσει μέσα σε λίγα χρόνια. 

Σε αυτό το πλαίσιο, το Texas Chainsaw Massacre αντικατόπτρισε σχεδόν τέλεια τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της χώρας.

Πέντε νέοι άνθρωποι πηγαίνουν εκδρομή σε ένα παλιό σπίτι μια καλοκαιρινή μέρα, κάπου στο Texas. 
Ξένοιαστοι, ασφαλείς, χαρούμενοι. 

Θα ζήσουν όμως μια φρίκη, για την οποία κανείς δεν τους προειδοποίησε ή προετοίμασε. 

Όπως οι ΗΠΑ απώλεσαν την «αθωότητα» τους εκείνα τα χρόνια, έτσι και οι πέντε φίλοι θα υποστούν μια βία, για την οποία δε φέρουν καμμιά ευθύνη, την οποία όμως δεν μπορούν και να αποφύγουν.
 

Ο Tobe Hooper δημιούργησε έναν εφιάλτη εξίσου τραυματικό για τους ήρωες του, όσο και για τους θεατές. 
Πρώτα και κύρια με την κινηματογράφησή του. 

Το περιβάλλον, η ζέστη, το γλυπτό από ανθρώπινα μέλη στην αρχική σκηνή της ταινίας, το νεκρό αρμαντίλλο στην άκρη του δρόμου, τα μακάβρια γλυπτά από κόκκαλα στο σπίτι της οικογένειας, είναι εικόνες που καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας τοποθετούν το θεατή σε μια κατάσταση δυσφορίας και ανασφάλειας.
 

Βασική θέση του Hooper δείχνει να είναι η πεποίθηση πως η ανθρώπινη ζωή έχει απολέσει κάθε αξία. 

Τα πλάνα του στο πρώτο μισό της ταινίας είναι ανοιχτά και μεγάλα. 
Με τον ουρανό να κυριαρχεί και τον ήλιο να «τυφλώνει» την κάμερα, αισθάνεται κανείς την ασημαντότητα των ηρώων. 

Είναι τόσο ανίδεοι ως προς αυτό που τους περιμένει, ώστε μοιάζουν με τα ζώα στο σφαγείο που περιγράφει ο Franklin (Paul A. Partain) στην αρχή της ταινίας. 

Δε γίνεται να μην αναφέρουμε εδώ τη σκηνή με τον πατέρα της οικογένειας, ο οποίος διατηρεί βενζινάδικο και σε αυτό πουλά barbecue σε ανύποπτους ταξιδιώτες, οι οποίοι αγνοούν πως πρόκειται για ανθρώπινο κρέας. 
Οι ταξιδιώτες που τρέφονται, στην ουσία, από τις σάρκες τους.
 

Η σκηνή που αλλάζει την ταινία και την κάνει από εκεί κι έπειτα, ένα κρεσέντο τρόμου και φρίκης χωρίς τέλος, είναι η εμφάνιση του Leatherface. 

H πρώτη του σκηνή κρατά ελάχιστα δευτερόλεπτα, αρκετά όμως να σου παγώσουν το αίμα. 

Ο Leatherface δεν είναι ένας απλώς μανιακός δολοφόνος. 
Εξακολουθεί μέσα στην ψυχοπάθεια του να είναι άνθρωπος, με καθημερινές έγνοιες. 

Αποτελεί εξάλλου, μέρος ενός συνόλου, μιας οικογένειας, στην οποία και αυτός συνεισφέρει και για την οποία ενδιαφέρεται. 

Ο Hooper φρόντισε να μας δώσει ψήγματα της ψυχοσύνθεσης του Leatherface κάνοντας του συχνά κοντινά, βλέποντας μέσα από την γκροτέσκα μάσκα του τα μάτια του. 

Το πριόνι είναι αναμφίβολα συστατικό κομμάτι του ψυχικού του κόσμου.
Αποτελεί μια σαφή προέκταση της «ευνουχισμένης» του ύπαρξης, μια αντικατάσταση του φαλλού, η οποία λειτουργεί λυτρωτικά και ίσως εξισορροπιστικά για τον ίδιο. 

Φυσικά η ερμηνεία του Gunnar Hansen είναι αυτή που πραγματικά απογειώνει το χαρακτήρα. 
Κτηνώδης τις περισσότερες φορές, ανασφαλής άλλες, υποτακτικός στον πατέρα του, και πολύ τρομακτικός σε όποιον τον συναντά. 


Η παρουσιάση της οικογένειας από τον Tobe Hooper έχει επίσης ξεχωριστή θέση στο φιλμ. 
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια οικογένεια, η οποία για τα δικά της δεδομένα, λειτουργεί «φυσιολογικά». 

Ο πατέρας, ο αδερφός, ο Leatherface (o οποίος υιοθετεί το ρόλο και της μητέρας, φορώντας περούκα γυναικεία και ποδιά για την προετοιμασία του δείπνου) και ο υπέργηρος παππούς. 

Είναι αυτή η αμερικάνικη οικογένεια; 
Ο Tobe Hooper σαρκάζει υπέροχα την ψευδαίσθηση της ευτυχισμένης οικογένειας της δεκαετίας του ’50 και του ’60, παρουσιάζοντας μια οικογένεια κανίβαλων μεν, «φυσιολογική» δε.
 

Το Texas Chainsaw Massacre όμως, είναι μια ταινία τρόμου, και όχι κοινωνιολογική ανάλυση της Αμερικής, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο. 

Όταν οι ήρωες μας, και κυρίως η Sally (Marilyn Burns) και ο αδερφός της Franklin, αρχίσουν να βιώνουν τη φρίκη της οικογένειας του Leatherface, το φιλμ αποκτά έναν ρυθμό που δεν αφήνει στο θεατή ούτε μια στιγμή ανακούφισης, ούτε μια στιγμή να επεξεργαστεί αυτά που βλέπει στην οθόνη. 
Εδώ δεν υπάρχει κωμικό στοιχείο.
 

Η Marilyn Burns δίνει μια τρομερά δυνατή ερμηνεία, ως μια αθώα κοπέλα που προσπαθεί να μη χάσει εκτός από τη ζωή της, και τα λογικά της. 

Η διαβόητη σκηνή του δείπνου αποτελεί το αποκορύφωμα της φρίκης που βιώνει η Sally, και της παράνοιας της οικογένειας. 

H κινηματογράφηση της αποτελεί ένα μικρό επίτευγμα του Hooper, καθώς καταφέρνει να βουτήξει και μας τους ίδιους στον εφιάλτη που ζει η Sally. 

Tο σκοτάδι, η σαπίλα και η δυσοσμία, τα κοντινά πλάνα στο πρόσωπα, τα παρανοϊκά γέλια του πατέρα, ο παππούς που προσπαθεί να κρατήσει το σφυρί για να χτυπήσει τη Sally, προκαλούν ανατριχίλα που λίγες ταινίες έχουν καταφέρει.
 

Όταν τελικά η Sally καταφέρνει να ξεφύγει ο Leatherface την κυνηγά με το πριόνι του στον κεντρικό δρόμο. 
Εκείνη ανεβαίνει σε ένα φορτηγάκι και φεύγει μακριά. 

Ο Leatherface έχει μείνει μόνος στη μέση του δρόμου, περιστρέφεται σα μανιακός με το πριόνι του, με την ανατολή του ήλιου στο φόντο, και τον ήχο του πριονιού μονάχα να ακούγεται. 

Και ξαφνικά μαύρο. Σιγή. Τέλος. 
Το πιο αριστουργηματικό κόψιμο που έχει γυριστεί ποτέ. 
Από αυτές τις σκηνές που σε συνοδεύουν όλη σου τη ζωή. 
Τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση.
 

Το Texas Chainsaw Massacre δεν είναι απλώς ένα αριστούργημα του σινεμά τρόμου. 
Είναι ένα αριστούργημα του κινηματογράφου. 

Με μια θέση στην ταινιοθήκη του Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης να το αποδεικνύει. 

Αποτελεί  επίδειξη κορυφαίας καλλιτεχνικής έμπνευσης και δημιουργίας, και απόδειξη του πως ο τρόμος μπορεί να αγγίξει και να μιλήσει για τα βαθύτερα ένστικτα και συναισθήματα του ανθρώπου και της ανθρώπινης κατάστασης.

Κώστας Φαρόπουλος.