Header Ads

Knucklebones review

Καιρό είχαμε να δούμε ένα σπλατεράκι που δεν παίρνει σοβαρά το εαυτό του, έτσι; 
Το Knucklebones είναι ακριβώς αυτό: Μια ταινία slasher που δεν παίρνει σοβαρά τον εαυτό της, όπως αυτές που θεωρούνται από πολλούς σινεφίλ «διαχρονικά κακές» ή «guilty pleasure» ανάλογα με το αν εμπίπτουν ή όχι στα γούστα τους.

Όπως συμβαίνει συνήθως με αυτό το υποείδος τρόμου, η υπόθεση δεν έχει μεγάλη σημασία, αλλά ας την αναφέρουμε: 
Μια ομάδα εφήβων συγκεντρώνεται σε ένα ερειπωμένο εργοστάσιο, όπου ανακαλύπτει ένα παιχνίδι που παίζεται με ζάρια φτιαγμένα από ανθρώπινα κότσια και καλεί έναν δαίμονα.

Ιστορική αναδρομή.
To 1963 προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το Blood Feast του Herschell Gordon Lewis, που από πολλούς (όπως κι από μένα) θεωρείται ως το πρώτο slasher, εφόσον ήταν το πρώτο έργο τρόμου που περιλάμβανε ακραίο gore.
  
Άλλοι θεωρούν ότι δεν είναι αρκετό το gore προκειμένου να χαρακτηριστεί μια ταινία ως slasher, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να πληροί κάποιους βασικούς κανόνες, όπως π.χ. να υπάρχει εντός της μια ομάδα ατόμων που πεθαίνουν ένας προς ένας από κάποιον δολοφόνο. 
Σύμφωνα με αυτούς, το πρώτο slasher είναι το καναδικό Black Christmas του 1974.
  
Ως πρώτο από τα λεγόμενα «slasher που δεν παίρνουν σοβαρά τον εαυτό τους», μπορεί να χαρακτηριστεί το Tοurist Trap του David Schmoeller, το οποίο προβλήθηκε το 1979 και έδωσε το ανάλαφρο, κάφρικο και χιουμοριστικό στίγμα που χαρακτήριζε πολλές από τις ταινίες τρόμου των 80's και κυρίως αυτές που ανήκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας.

Πράγματι, στις αρχές των 80s οι δημιουργοί των slasher κατέβαλλαν ακόμη μια φιλότιμη προσπάθεια να τρομάξουν το κοινό και να προσδώσουν στα έργα τους μια σκοτεινή ατμόσφαιρα. 
Η προσπάθεια αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή, π.χ. στα δύο πρώτα Friday the 13th .

Ωστόσο οι εταιρίες παραγωγής, είχαν διαπιστώσει ότι το κοινό αντί να παίρνει σοβαρά αυτές τις ταινίες, «έσπαγε πλάκα» μαζί τους και επομένως θέλησαν να μεγιστοποιήσουν αυτή την αίσθηση του «χαβαλέ», με τη δημιουργία σλάσερ που περιείχαν την αφέλεια και την ελαφρότητα του Tourist trap
Γι αυτό και πολλά από τα Friday the 13th που γυρίστηκαν μετά το 1985, δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά.

Η βασική διαφορά του «σλάσερ που δεν παίρνει σοβαρά τον εαυτό του» με την κωμωδία τρόμου, είναι ότι το πρώτο δεν επιδιώκει το γέλιο μέσα από χιουμοριστικές ατάκες και καταστάσεις, αλλά μέσα από την φαινομενικά ανεπιτήδευτη ελαφρότητά του και την αφέλειά του.

Κακά τα ψέματα, αυτό το υποείδος του τρόμου έχει στιγματίσει ολόκληρο το είδος μέχρι σήμερα, διότι για πολλούς που δεν είναι γνώστες του, μια ταινία τρόμου είναι εξ’ ορισμού «μια κακή ταινία» και αυτό συμβαίνει διότι έχουν υπόψη τους μόνο τα δείγματα αυτών των σλάσερ, τα οποία κατά καιρούς βγαίνανε σωρηδόν. 

Το «σλάσερ που  δεν παίρνει σοβαρά τον εαυτό του» έχει αντέξει μέσα στην κρίση των 90's, επανήλθε στα 00's και συνοδεύει την παραγωγή του κινηματογραφικού τρόμου μέχρι και τις μέρες μας. 



Συνυπάρχει μαζί με τις ταινίες που παίρνουν κάπως πιο σοβαρά τον τρόμο που προκαλούν (και που πρέπει να ευχαριστούμε το Blair Witch Project και το Γιαπωνέζικο  Ringu για την αναβίωσή τους στο τέλος των 90's) και είναι κάτι σαν τις κατσαρίδες: 
Ποτέ δεν πεθαίνει και πάντοτε επιβιώνει, ακόμη και όταν περνάει κρίση.

Και φτάνουμε στο Knucklebones.
Το Knucklebones (2016) σε σενάριο και σκηνοθεσία του Mitch Wilson, ενσωματώνει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ελαφρύ σλάσερ: Αφελές σενάριο, καμένες ερμηνείες, έναν κακό που αν και τρομακτικός στην όψη πετάει διαρκώς αστείες ατάκες, γυμνό, σεξ, gore, ακόμη και τους κλασικούς «περαστικούς» του καστ που η ύπαρξή τους έχει ως μοναδικό στόχο να αυξηθεί το body-count της ταινίας.

Βέβαια υπάρχει διαχρονικά μια μερίδα του κοινού (ακόμη και των φαν του τρόμου) που μισεί αυτού του τύπου τις ταινίες και που «χαντάκωσε» την ταινία σε sites όπως το imdb.

Ο λόγος που ακόμη και πολλοί horror-άδες θεωρούν αυτό το στυλ ξεπερασμένο, ίσως έχει να κάνει με τα νέα δεδομένα του τρόμου, που έχουν προκύψει με την άνοδο των art-house ή/και μεταφυσικών στοιχείων, αλλά και με την ανάπτυξη της «κωμωδίας τρόμου» ως ξεχωριστό υποείδος πλέον, που επιδιώκει σοβαρά και κάπως πιο εγκεφαλικά την πρόκληση του γέλιου στον θεατή.

Από αυτή την άποψη, το Knucklebones αποσκοπεί στο να προσφέρει κάποιες δόσεις νοσταλγίας στον παραδοσιακό σπλατερά που έχει «εντρυφήσει» σε ταινίες αυτού του τύπου στα νιάτα του και που θέλει να νιώσει όπως τότε. 

Η πολύ μικρή αποδοχή που έχει απ’ όλους τους άλλους, αποδεικνύει ότι για πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια αυτή η τεχνοτροπία περνάει κρίση (παρά τη φιλότιμη προσπάθεια του σκηνοθέτη και της παραγωγής) και ίσως να αποτελέσει για πολύ καιρό το τελευταίο καρφί στο φέρετρό της –μέχρι τουλάχιστον να αναβιώσει κάποια στιγμή.

Βασίλης Γιαννάκης.



Release Dates:
14 October 2016 (Sitges)