Header Ads

Hellraiser: Judgement (2018) review


Πρόσφατα έκατσα και ξαναείδα όλες τις ταινίες του franchise που φέρει τον τίτλο Hellraiser για τις ανάγκες ενός αφιερώματος και διαπίστωσα γι’ ακόμη μια φορά ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης.
Βλέπετε, ο λόγος που η εταιρία Dimension επιμένει να δίνει αδιάφορα sequels είναι ότι θέλει να διατηρήσει τα πνευματικά δικαιώματα. 

Κατά τα άλλα, δεν ενδιαφέρεται αν το κοινό μπει στη διαδικασία να δει αυτές τις –ομολογουμένως κακές- ταινίες, γι’ αυτό και τις κυκλοφορεί απευθείας σε dvd.
Το Hellraiser: Judgment είναι η δέκατη ταινία της σειράς, η οποία από πολύ νωρίς «έπεσε» σε μπάτζετ και κατέφυγε σε direct-to-video συνέχειες (από την πέμπτη κιόλας).

Επίσης είναι η δεύτερη συνέχεια που τον χαρακτήρα του επιβλητικού Pinhead δεν τον ενσαρκώνει ο λατρεμένος Doug Bradley, αλλά ένας άλλος ηθοποιός, ο Paul T. Taylor (Super). 
Τουλάχιστον αυτή τη φορά ο ηθοποιός μοιάζει καταπληκτικά τον Bradley από άποψη φυσιογνωμίας και αυτό είναι μια αισθητή βελτίωση σε σχέση με τη προηγούμενη, αδιάφορη προσθήκη.

Άλλο ένα καλό, είναι ότι, τα τέρατα που απαρτίζουν τη στρατιά του Pinhead και τα οποία αποκαλούνται «Κενοβιάτες» είναι εξαιρετικά και πολύ προσεγμένα από αισθητικής πλευράς. 
Εμφανίζεται ξανά ο κλασικός Chatterer, αλλά έχουμε επίσης εξαιρετικές καινούργιες προσθήκες, όπως ο Surgeon και ο συμπρωταγωνιστής του Pinhead σε αυτή την ταινία, που είναι ο εξαιρετικός Auditor.

Τον Auditor,  τον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Gary J. Tunnicliffe.
Ο Auditor, σε σύγκριση με τους άλλους Κενοβιάτες είναι λαλίστατος.
Ο ρόλος του είναι να δικάζει τους ανθρώπους με βάση όσες κακές πράξεις έχουν κάνει στη ζωή τους.

Προσκαλεί τα θύματά του σε ένα ερειπωμένο σπίτι (στο οποίο διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος της ταινίας).
Εκεί τα αναισθητοποιεί και τα δένει σε μία αναπηρική πολυθρόνα. 
Οι φλέβες των θυμάτων αυτών είναι καλωδιωμένες με μια γραφομηχανή, την οποία ο Auditor χρησιμοποιεί για να γράψει με το ίδιο τους το αίμα, την ετυμηγορία, η οποία συντίθεται με βάση ερωτήσεις που τους απευθύνει.

Έπειτα η ετυμηγορία παραδίδεται στον σύμβουλο, έναν παχύσαρκο άντρα που τρώει τα χαρτιά όπου είναι γραμμένη και τα κάνει εμετό σε έναν σωλήνα που βρίσκεται στον πλευρικό τοίχο.
Τον εμετό επεξεργάζονται οι ένορκοι, που είναι κάποιες θηλυκές Κενοβιάτισες, οι οποίες τελικά αποφαίνονται αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, ή αθώος.
Αν είναι ένοχος, παραδίδεται στον χειρούργο (Surgeon) ο οποίος τον πετσοκόβει αμείλικτα.

Κάπως έτσι, ο Tunnicliffe καταφέρνει να επεκτείνει δημιουργικά την μυθολογία του Hellraiser. 
Αυτό από τη μια με χαροποιεί και θεωρώ ότι είναι ίσως ο μοναδικός λόγος για να ασχοληθεί κάποιος με την ταινία.
Από την άλλη όμως προσδίδει στους Κενοβιάτες μια πιο «Χριστιανική» υπόσταση, ενώ όπως τους γνωρίσαμε ως τώρα, βρίσκονται έξω και πέρα από τα χριστιανικά στερεότυπα.


Βέβαια δεν μπορώ να αγνοήσω το βιβλίο «The Scarlet Gospels» (έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τον τίτλο «τα Ευαγγέλια της Κολάσεως» και κυκλοφορεί από τη Bell) όπου και εκεί οι Κενοβιάτες αποτελούν μια υπομονάδα της πραγματικής, Χριστιανικής κόλασης. 

Και μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο αυτό το έχει γράψει ο αρχικός δημιουργός του Hellraiser, ο συγγραφέας Clive Barker.
Αλλά και πάλι, δεν είμαι σίγουρος για το κατά πόσο είναι καλή ιδέα να χρησιμοποιούνται οι  Κενοβιάτες σε ρόλο δικαστών της ανθρωπότητας, που αποφαίνονται με βάση τα ανομήματά της.

Όσα ανέφερα ως τώρα, αφορούν την επέκταση στη μυθολογία της σειράς που παρέχει το Judgment
Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα στοιχεία που διαπραγματεύεται το εν λόγω sequel.
Βασικά παρακολουθούμε την έρευνα τριών ντετέκτιβ που προσπαθούν να συλλάβουν έναν διαβόητο κατά συρροή δολοφόνο.

Επομένως τα όσα μακάβρια διαδραματίζονται στο σπίτι των Κενοβιατών, εναλλάσσονται με σκηνές αστυνομικής έρευνας και από αυτή την άποψη, η ταινία φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί από το franchise του Saw (2003-2017).

Και κάπου εδώ είναι που το σενάριο παίρνει την κάτω βόλτα, εφόσον οι σκηνές που αφορούν την έρευνα είναι κάπως βαρετές. 
Αν προσθέσει κανείς στη βαρεμάρα αυτών των σκηνών και το γεγονός ότι το μπάτζετ είναι πολύ μικρότερο από την ιστορία που προσπαθεί να πει, μπορεί να καταλήξει εύκολα στους λόγους που το Hellraiser: Judgement είναι ένα ακόμη sequel που δεν έχει να προσφέρει πολλά.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι ούτε το original Hellraiser ήταν ακριβή παραγωγή και ωστόσο θεωρείται μέχρι σήμερα μια κλασική ταινία. 
Το θέμα είναι όμως ότι σε εκείνη την περίπτωση, η ιστορία ήταν άψογα προσαρμοσμένη στις ανάγκες του μικρού μπάτζετ.

Το Judgment αντίθετα, προσπαθεί να πει μια ιστορία που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ειπωθεί με τόσα λίγα χρήματα. 
Ολόκληρο δικαστήριο πραγματοποιούν οι Κενοβιάτες, που είναι πλάσματα της κόλασης… μέσα σε μία καλύβα (!!!).

Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα πράγματα μπερδεύονται ακόμη περισσότερο όταν αυτή τη φορά έχει λόγο και ο Παράδεισος, με μία απεσταλμένη θηλυκή άγγελο που είναι ντυμένη στα λευκά, με αβυσσαλέο ντεκολτέ και ακαθόριστες προθέσεις.

Σε καμία περίπτωση δεν προτείνω να προσπεράσετε την ταινία. 
Παρά τα προβλήματά της, παραμένει μια σαφώς καλύτερη απόπειρα από τις απαράδεκτες τελευταίες προσθήκες του franchise. 
Τουλάχιστον επεκτείνει τη μυθολογία και έχει αισθητικά άψογους Κενοβιάτες να παρουσιάσει. 
Αυτό από μόνο του, είναι αρκετό για τους ένθερμους φαν.

Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι ανώτερη από αρκετές συνέχειες που προηγήθηκαν, δεν είναι αρκετό προκειμένου να πούμε ότι το franchise έχει ορθοποδήσει.
Χρειάζεται πολύ περισσότερη προσπάθεια για να συμβεί αυτό.

Βασίλης Γιαννάκης.


Release Dates:
3 February 2018 (USA)