Header Ads

Mom and Dad (2018) review


Μια μαζική υστερία που ξεσπάει ξαφνικά, ωθεί τους γονείς να φέρονται βίαια στα παιδιά τους, σε σημείο μάλιστα που να τα σκοτώνουν.

Η «μαμά» της υπόθεσης είναι η Selma Blair (The Family Tree) και πέφτει θύμα της υστερίας κάπως αργά –ίσως γιατί το μητρικό ένστικτο αργεί να υποταχθεί από την «ασθένεια». 
Όταν τελικά ενδίδει στη λύσσα, συνεργάζεται μαζί με τον άντρα της για να ξεκάνουν από κοινού τα παιδιά τους.

Στον ρόλο του «μπαμπά», έχουμε τον Nicolas Cage (Snowden) ο οποίος ενδίδει αρκετά πιο νωρίς και φαίνεται πως ο ρόλος του ταιριάζει γάντι. 
Γιατί όπως και η ίδια η ταινία, δεν μπορείς να καταλάβεις αν η ερμηνεία του είναι σοβαρή ή αποσκοπεί στο γέλιο του θεατή. 
Παρατηρώ ότι αυτό συμβαίνει συχνά με τον συγκεκριμένο ηθοποιό.

Όλα αυτά γίνονται στα πλαίσια μιας διακωμώδησης του αμερικάνικου ονείρου, το οποίο εν συντομία αποδίδεται περίπου ως «αγαπημένη οικογένεια, πετυχημένη καριέρα και σπίτι στα πολυτελή προάστια».
Δεν γνωρίζω κατά πόσο η θεματολογία αυτή μπορεί να βρει αντίκρισμα στο ελληνικό κοινό. 

Ίσως μπορεί, αν κάποιος την εκλάβει με την ταξική έννοια: Αυτοί που διακωμωδούνται είναι οι προνομιούχοι του συστήματος. 
Οι εύποροι. 
Συνεπώς, βλέποντας μια τέτοια οικογένεια να διχάζεται και να μισιέται, ικανοποιείται ο σαδισμός των λιγότερο προνομιούχων θεατών «της εργατικής τάξης».

Όλα αυτά, ενδεχομένως μπορούν να αποτελέσουν κίνητρο για τον Έλληνα θεατή, να ασχοληθεί με το θάψιμο του αμερικάνικου ονείρου.
Είναι ικανή όμως η ταινία να υποστηρίξει το μήνυμά της;
Η απάντηση είναι ότι εξαρτάται από το πόσο εξασκημένος σινεφίλ είναι κάποιος. 

Κάποιοι θα πουν ότι ο σκηνοθέτης Brian Taylor «δεν έχει ούτε όσιο, ούτε ιερό», ότι «δεν έχει τον θεό του» και η αλήθεια είναι ότι αυτό που αποκόμισα από την προβολή είναι πως το ίδιο επιδιώκει κι αυτός για το άτομό του. 
Όμως ο Taylor έχει δυστυχώς εγκλωβιστεί σε φόρμουλες, τεχνοτροπίες και μεθόδους γραφής του παρελθόντος, σε σημείο που να αδυνατεί να «μιλήσει» στην ψυχή του σύγχρονου θεατή και κυρίως του νεαρού θεατή που πρόκειται να δει το έργο του.


Στην πρώτη μισή ώρα της ταινίας, δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για κωμωδία. 
Είμαι σίγουρος ότι ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε κατασταλάξει για το τι ήθελε να κάνει.

Σε κάποια σημεία αποσκοπεί στο να γίνει ωμός, όπως συμβαίνει σε μία σκηνή που απεικονίζεται η απόπειρα κακοποίησης ενός βρέφους από τη μητέρα που μόλις το έφερε στον κόσμο. 
Την ίδια όμως στιγμή ηχούν χαζοχαρούμενα soundtracks σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφορτίσουν το κλίμα. 
Το αποτέλεσμα είναι κάπως κιτς.

Η μουσική αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και σε άλλες σκηνές.
Επιχειρεί άτσαλα να συγκαλύψει τη βία προκειμένου να τις παρακολουθήσει το κοινό χωρίς να εγκαταλείψει το ποπ-κορν του. 
Με άλλα λόγια ο  Taylor κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να καταστήσει ένα «δύσκολο» θέμα… ελαφρύ.

Τουλάχιστον προκαλεί γέλιο; 
Ούτε καν.

Βλέπετε στον βωμό του να θίξει ζητήματα που είναι ταμπού, πετυχαίνει το εντελώς αντίθετο: Υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο αμερικάνικος κινηματογράφος σε ορισμένα θέματα λειτουργεί λογοκριτικά. 
Αισθάνεται αμήχανα στην διαπραγμάτευσή τους και θεωρεί ότι με το παρωχημένο χιούμορ του μπορεί να τα συγκαλύψει. 

Το Mom and Dad κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να δείξει πρωτοπόρο, αλλά καταλήγει παλιακό, σαν ένα κακό b-movie των 80's. 
Απευθύνεται σε όσους θα το ξεθάψουν μετά από δυο δεκαετίες και μετά την παρακολούθησή του θα πουν ότι «έτσι σκεφτόταν ο κόσμος τον καιρό που βγήκε. 
Αυτό τότε θεωρούνταν χιούμορ». 

Η αλήθεια είναι ότι ούτε σήμερα το Mom and Dad μπορεί να χαρακτηριστεί αστείο. 
Αλλά ούτε και σοβαρό μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ίσως τελικά, απλά δεν ξέρει τι του γίνεται.

Βασίλης Γιαννάκης.