Header Ads

Bound to Vengeance review

Επί μακρό χρονικό διάστημα, ο όρος «αμερικάνικο ψυχολογικό θρίλερ» αποδιδόταν σε ταινίες που στην συντριπτική τους πλειοψηφία καταπιάνονταν με μόλις δύο θεματικές.

Από τη μία πλευρά είχαμε τις ιστορίες απαγωγής, όπου κάποιος κακοποιός (συνήθως διαταραγμένος ψυχικά) απήγαγε ένα θύμα (συνήθως γυναίκα) και το κρατούσε δέσμιό του (συνήθως μάλιστα, το βασάνιζε κιόλας).

Από την άλλη, είχαμε ευφάνταστα μεταφυσικά σενάρια, ακόμη και καθαρόαιμο μεταφυσικό horror, που στο τέλος όμως κατέληγαν ότι «όλα είναι στο μυαλό του πρωταγωνιστή».

Κυρίως στη δεκαετία των 00's, η συντριπτική πλειοψηφία των ψυχολογικών θρίλερ που γυρίζονταν στις ΗΠΑ, περιοριζόταν μόνο στις δύο παραπάνω τεχνικές.  
Μέχρι που η ανυπόφορη αυτή μονοτονία άλλαξε, όταν στην παγκόσμια παραγωγή του είδους, άρχισαν να εμπλέκονται όλο και περισσότερες άλλες χώρες και κυρίως η Νότια Κορέα και οι ισπανόφωνες (Ισπανοί, Μεξικανοί κλπ).

Με τις σαφώς πιο πρωτότυπες και καινοτόμες ιδέες τους, οι χώρες αυτές κατάφεραν να ξεκολλήσουν τα θρίλερ από το αναμάσημα των χιλιοειπωμένων ιδεών και να αποκαταστήσουν τη χαμένη τους αίγλη.

Στην περίπτωση του Bound to Vengeance, η όποια πρωτοτυπία μπορεί να εντοπιστεί, οφείλεται κυρίως στις σκηνοθετικές επιλογές του José Manuel Cravioto, παρά στο σενάριο των Rock Shaink Jr., Keith Kjornes, που επί της ουσίας διαπραγματεύεται γι’ ακόμη μια φορά, μια ιστορία απαγωγής. 

Η απαχθείσα και κοινοποιηθείσα πρωταγωνίστρια ονομάζεται Eve (Tina Ivlev) και βρίσκεται στο έλεος του παρανοϊκού Phil (Richard Tyson, The Black Waters of Echo's Pond).

Για καλή μας τύχη η Eve καταφέρνει από τα πρώτα κιόλας λεπτά να ελευθερωθεί από τα δεσμά του απαγωγέα της και αφού τον δένει με μία αυτοσχέδια θηλιά, τον αναγκάζει να την οδηγήσει σε όλες τις κοπέλες που έχει αιχμάλωτες σε διάφορα σπίτια της πόλης, με στόχο να τις ελευθερώσει μία προς μία. 

Πολλοί ήταν αυτοί που βρήκαν τις συμπεριφορές των αιχμάλωτων γυναικών ωμά ρεαλιστικές και η αλήθεια είναι ότι όσον αφορά τις ερμηνείες είναι όντως τέτοιες.

Το βασικό πρόβλημα που εντόπισα είναι η χοντροκομμένη προσέγγιση κάποιων θεμάτων όσον αφορά την γραφή - π.χ. η αιχμάλωτη που υπέφερε από «το σύνδρομο της Στοκχόλμης» είχε αντιδράσεις γραμμένες στο πόδι και υπερβολικά επιπόλαιες.

Το εύρημα με το «εμπόριο λευκής σαρκός» και τον ύπουλο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα κυκλώματα του υποκόσμου, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πολύ πιο σωστά και να ανεβάσει πολύ την ταινία.



Έτσι όπως το επιστρατεύουν όμως στο Bound to Vengeance, μοιάζει σαν να αποφασίστηκε αυθαίρετα για να κλείσει κάποιες τρύπες στην πλοκή και για να προκαλέσει ανατροπές, πολλές εκ των οποίων είναι προβλέψιμες.

Οφείλω να αναγνωρίσω στο όλο εγχείρημα το γεγονός ότι επιλέγει να ασχοληθεί όχι με την απαγωγή καθεαυτή, αλλά με το «μετά», δηλαδή με την απελευθέρωση και την εκδίκηση, γι’ αυτό άλλωστε και κατάφερα να το παρακολουθήσω ως το τέλος.

Επίσης η τεχνική αρτιότητα της αφήγησης, που οφείλεται στην εξαιρετική σκηνοθεσία του Cravioto, αλλά και στην πολύ καλή δουλειά της διεύθυνσης φωτογραφίας, χτίζουν την ένταση με μια δεξιοτεχνία που κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο ως το τέλος.
Σε αυτό συμβάλλουν και οι πειστικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς.

Όλα αυτά όμως δεν καταφέρνουν να διορθώσουν τις επιπολαιότητες και τις ευκολίες του σεναρίου, που επί της ουσίας δεν είναι και ό,τι πιο πρωτοποριακό έχουμε δει στα ψυχολογικά θρίλερ και στις ιστορίες εκδίκησης. 

Στο τέλος μάλιστα, υπάρχει και μία αποκάλυψη που πετάγεται από το πουθενά, έτσι για το wow! της υπόθεσης. 
Παρουσιάζεται με τρόπο που φαινομενικά προσφέρεται για συζητήσεις, αλλά επί της ουσίας, προσπαθεί απλώς να εντυπωσιάσει τον θεατή και τίποτα περισσότερο.  
Το Bound to Vengeance σαν σύνολο, δεν ξεπερνάει την μετριότητα, αλλά αποτελεί μια πολύ καλή επίδειξη του τι μπορεί να κάνει ο  Cravioto σαν σκηνοθέτης.

Θεωρώ ότι αν στο μέλλον του δοθούν καλύτερα σενάρια, ίσως και να μεγαλουργήσει. 

Βασίλης Γιαννάκης.




Release Dates: 
23 January 2015 (Sundance)
26 June 2015 (USA)