Header Ads

Τσεκούρι από Κόκκαλο - Bone Tomahawk review

Σε αυτό το ντεμπούτο του ο S. Craig Zahler επιχειρεί να αναμίξει τις ταινίες western με τις ταινίες τρόμου και τα καταφέρνει μια χαρά.

Κινηματογραφώντας με έναν τρόπο που φέρνει στο μυαλό τις παλιές καλές εποχές του John Ford, μας προσφέρει μια ταινία που είναι άγρια, όπως η άγρια δύση και τρομακτική, όσο και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν εντός της.

Στο ξεκίνημα γνωρίζουμε δύο παράνομους άντρες, που στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τις αρχές, καταλήγουν σε μία περιοχή γεμάτη από Ινδιάνους-κανίβαλους. 

Ένας από αυτούς καταφέρνει να ξεφύγει και καταφεύγει στην πλησιέστερη πόλη.
Ο σερίφης Franklin Hunt (Kurt Russell, The Hateful Eight) καταλαβαίνει ότι είναι παράνομος και τον πυροβολεί στο πόδι.

Έπειτα καλεί τη γυναίκα του επιστάτη (Lili Simmons, Fat Kids Rules the World) που είναι γιατρός να θεραπεύσει το πόδι του κακοποιού για όσο αυτός κρατείται στο τμήμα.

Την επόμενη μέρα όμως, ο Σερίφης μαθαίνει ότι οι ανθρωποφάγοι Ινδιάνοι απήγαγαν τον κρατούμενο μαζί με τη γυναίκα του επιστάτη.
Ο τελευταίος (Patrick Wilson, The Conjuring 2) επιμένει ότι θέλει να συμμετέχει στην ομάδα διάσωσης, παρά το γεγονός ότι έχει το πόδι του σπασμένο.

Στην ομάδα εκτός από τον σερίφη και τον επιστάτη, συμμετέχουν επίσης ο βοηθός (Richard Jenkins, Spotlight) και ένας ακόμη ταξιδιώτης (Matthew Fox, Extinction).

Παρά το εντυπωσιακό ξεκίνημα, το δεύτερο μέρος του Bone Tomahawk που περιλαμβάνει το ταξίδι των τεσσάρων αντρών προς τις σπηλιές των κανιβάλων, εμφανίζεται υπερβολικά αργό και άνευρο.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτό συμβαίνει προκειμένου να «στηθούν οι χαρακτήρες», αλλά αυτό έχει ήδη συμβεί στο πρώτο μέρος και επομένως είναι αχρείαστο.

Ωστόσο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός των ρόλων από τα στερεότυπα που έχουν επικρατήσει κατά καιρούς στο είδος και ότι ολόκληρο το καστ κάνει το καλύτερο δυνατό προκειμένου να τους υποδυθεί σωστά.

Και ναι μεν μιλάμε για μια παραγωγή του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, η οποία γυρίστηκε με πενιχρό προϋπολογισμό, ωστόσο το αποτέλεσμα εμφανίζεται αρτιότερο και από αυτό των αντίστοιχων χολιγουντιανών γουέστερν.



Έτσι κι αλλιώς, από κάποιο σημείο κι έπειτα, η αργόσυρτη και βαρετή πορεία των καουμπόηδων καταλήγει στον προορισμό τους που είναι η κατοικία των κανιβάλων και εκεί η ταινία κορυφώνεται με σκηνές δράσης και αποκρουστικού gore.

Είναι αυτό το τρίτο μέρος που φλερτάρει με τον κινηματογράφο τρόμου, χωρίς όμως να υπερβαίνει τις νόρμες ενός παραδοσιακού western σε βαθμό που να φαίνεται αναίτια η μετάβαση του είδους.

Δυστυχώς η μεγάλη κοιλιά του δεύτερου μέρους, λειτουργεί αποτρεπτικά στο να συστήσω το έργο σε όλους, καθώς είναι φτιαγμένο έτσι ώστε τα συναισθήματα που προκαλεί εξαρτώνται άμεσα από τη διάθεση που έχει ο θεατής.
Αν βρίσκεστε σε φάση που δεν θέλετε να δείτε κάτι βαρύ, καλύτερα να το αποφύγετε.

Και είναι πραγματικά κρίμα που η ταινία διαρκεί 130 ολόκληρα λεπτά, ενώ αν η ίδια πλοκή χωρούσε με κάποιον τρόπο σε μιάμιση ώρα, θα μιλούσαμε για ένα σύγχρονο διαμάντι, εφάμιλλο των The Burrowers (2008) και Dead Birds (2004).

Βασίλης Γιαννάκης.





Release Dates: 
11 October 2015 (Sitges)
23 October 2015 (USA)
23 June 2016 (Greece)