Header Ads

The Dooms Chapel Horror review

Μετά από 10 χρόνια απουσίας από την πόλη του, ο Kyle Cole (Austin Madding) επιστρέφει προκειμένου να ξορκίσει τους δαίμονες του παρελθόντος του.
Η τοπική κοινωνία τον κατηγόρησε και εξακολουθεί να τον κατηγορεί ότι ευθύνεται για τον θάνατο του αδελφού του που είχε συμβεί όταν ήταν σε νεαρή ηλικία. 

Στο πλευρό του βρίσκεται το κορίτσι του, η Mandy (Abby Murphy) ενώ έναν ακαθόριστο και αινιγματικό ρόλο φαίνεται να παίζει μία τοπική σέχτα με αρχηγό κάποιον που λέγεται Jordan (Bill Oberst Jr., Excision).
Ένα επικίνδυνο πλάσμα της νύχτας φαίνεται να ξεκάνει πολλούς από τους ντόπιους και φαίνεται να έχει σχέση με το παρελθόν του Kyle.

Όλο αυτό θα μπορούσε να γίνει μια ταινία που να βλέπεται, αν δεν ήταν γυρισμένο ως found footage/mockumentary με τις κάμερες όχι απλώς να μην έχουν κανένα λόγο ύπαρξης, αλλά επιπλέον να φυτρώνουν παντού σαν να είναι μανιτάρια.
Στο τέλος, ακόμη και οι κάτοικοι έχουν φορεμένες κάμερες στο στήθος τους, έτσι, γιατί «πουλάει» το αδικαιολόγητο found footage.

Δεν έχω καμία αντίρρηση όταν στα found footage οι πρωταγωνιστές κινηματογραφούν ακόμη και την πιο άκυρη λεπτομέρεια, εφόσον δέχομαι ότι αυτό αποτελεί μια «σύμβαση» του είδους.

Έχω κάνει τα στραβά μάτια ακόμη και σε σενάρια που δεν ήταν προορισμένα για found footage και τα γυρίσανε με το ζόρι με αυτόν τον τρόπο, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνουν πλάνα από κάμερες που δίχως καμία λογική, φυτρώνουν παντού σαν τα μανιτάρια.

Το The Dooms Chapel Horror των John William Holt και Jason Turner, δυστυχώς ξεπερνάει κάθε όριο κοινής λογικής και το κάθε λεπτό που περνάει κατά τη θέασή του, αποδεικνύει στον θεατή το πόσο λάθος ήταν που γυρίστηκε με αυτόν τον τρόπο.

Πολλοί ήταν αυτοί που παρακολουθώντας το μίλησαν για «μια αριστουργηματική αναπαράσταση των ταινιών με τέρατα από τα 80's», όπως επίσης και για την εμπνευσμένη χρήση του stop-motion και των πρακτικών εφέ. 

Γιατί όμως όσοι τα λένε αυτά αποφεύγουν να κάνουν έστω και μία αναφορά για τον εντελώς αδικαιολόγητο και εσφαλμένο found footage τρόπο κινηματογράφησης;

Μήπως γιατί έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ταινίες γυρισμένες με αυτόν τον τρόπο, σε βαθμό που να μην μας προκαλεί αίσθηση πλέον και να εθελοτυφλούμε μπροστά στα χοντροκομμένα λάθη που βλέπουμε;
Παραδείγματα στην ταινία υπάρχουν πολλά.

Καταρχήν βλέπουμε τα μέλη της σέχτας του Bill Oberst Jr. να φέρονται διαρκώς εχθρικά στον Kyle και στην παρέα του, αδιαφορώντας εντελώς για το γεγονός ότι κάποια κάμερα τους καταγράφει συνέχεια και επομένως το υλικό της καταγραφής θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει μηνύσεις.


Υπάρχουν πλάνα από κάμερες ασφαλείας, όπως επίσης και από κάμερες που βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στο δάσος (!!!???) και τέλος από κάμερες τύπου «μενταγιόν» που ομολογώ ότι δεν κατάλαβα το πώς βρέθηκαν στην κατοχή όλων των κατοίκων.

Τουλάχιστον το σενάριο είναι καλό;
Όχι, δεν είναι καθόλου καλό, αντίθετα  είναι τίγκα στις τρύπες και εσκεμμένα μπερδεμένο προκειμένου να προκαλέσει ανατροπές που δεν έχουν κανένα νόημα ύπαρξης.

Από κάποιο σημείο και έπειτα είχα την αίσθηση ότι παρακολουθώ κάτι παιδιάστικα αφελές στο βωμό του να εκβιάσει την έκπληξη του θεατή.
Αν ξεχώρισα κάτι μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο, αυτό ήταν η εκπληκτική ερμηνεία του Bill Oberst Jr. ως αρχηγού της σέχτας (τον έχει μάθει πια τον ρόλο μετά από τόσες φορές που τον έχει ενσαρκώσει) και τα λιγοστά πλάνα του πλάσματος που έχουν γίνει με stop-motion.

Νομίζω ωστόσο ότι πρέπει επιτέλους να μπει ένα όριο στη λανθασμένη και αδικαιολόγητη χρήση της found footage κινηματογράφησης, ειδικά όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση που το σενάριο δεν προσφέρεται γι’ αυτή.
Πέρα από κάποιες ψευτο-συνεντεύξεις που περιέχει και που είναι τύπου mockumentary δεν έχει κανένα νόημα ύπαρξης.

Αν σε αντίθεση με εμένα μπορείτε να παραβλέψετε αυτό το βασικό λάθος και επιθυμείτε να δείτε μια ταινία με τέρας για να περάσετε την ώρα σας, μπορείτε να παραβλέψετε όσα γράφονται σε αυτό το review.
Ακόμη κι έτσι όμως αμφιβάλλω αν θα σας αρέσει. 

Βασίλης Γιαννάκης.


Release Dates: 
14 June 2016 (USA)