Header Ads

Hush review


Σιωπή, απομόνωση, απειλή, εισβολή.
Αυτά τα τέσσερα στοιχεία συνθέτουν τη νέα ταινία του Mike Flanagan, ο οποίος είναι ήδη γνωστός στον κινηματογράφο τρόμου από τα Absentia (2011) και Oculus (2013) που αμφότερα έχουν αποσπάσει θετικές κριτικές.

Αυτή τη φορά καταπιάνεται με το υποείδος του home invasion. 
Το σενάριο το συνέγραψε μαζί με την Kate Siegel (Ouija: Origin of Evil), που πρωταγωνιστεί στην ταινία ως Maddie.
Η Maddie έμεινε κωφάλαλη σε νεαρή ηλικία εξαιτίας μιας ασθένειας που πέρασε και από τότε συνεννοείται με τους άλλους μόνο στη νοηματική.
Η αναπηρία της δεν στάθηκε καθόλου εμπόδιο στο να γίνει μία επιτυχημένη συγγραφέας.

Έχοντας πρόσφατα χωρίσει με τον φίλο της, έχει αποσυρθεί σε μία απόμερη καλύβα στο δάσος προκειμένου να συγγράψει το νέο της μυθιστόρημα. 
Κατά τη διάρκεια μιας από τις μοναχικές βραδιές της, έρχεται αντιμέτωπο με έναν δολοφόνο που φοράει μάσκα παρόμοια με αυτή του Mike Myers και σκοτώνει χρησιμοποιώντας βαλλίστρα. 

Το σενάριο αποκαλεί τον δολοφόνο αυτό απλώς «Man» (δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομά του) και τον ενσαρκώνει αρκετά καλά ο John Gallagher Jr. (10 Cloverfield Lane).
Τη συνέχεια την έχουμε δει άπειρες φορές στο συγκεκριμένο είδος ταινιών: 
Ο man παίζει με τη Maddie το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, υπερτερώντας σε σωματική διάπλαση, σε ταχύτητα και έχοντας παράλληλα το πλεονέκτημα απέναντί της ότι μπορεί να ακούει, ενώ εκείνη όχι.

Ο Mike Flanagan έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία από τις προηγούμενες ταινίες του και αυτό φαίνεται στο κάθε του πλάνο.
Παίρνει τον χρόνο του προκειμένου να χτίσει σασπένς, γνωρίζει πώς να κάνει τον θεατή να δαγκώνεται από αγωνία και αξιοποιεί τον χρόνο που έχει διαθέσιμο με τέτοιο τρόπο ώστε το κάθε δευτερόλεπτο της καταδίωξης να μετράει.

Δεν είναι απορίας άξιο λοιπόν ότι οι περισσότεροι που έχουν δει αυτή την ταινία ως τώρα, την έχουν λατρέψει.
Δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο και με μένα, καθώς τα λεγόμενα home invasion δεν είναι καθόλου του γούστου μου.



Αναγνωρίζω την όποια προσπάθεια προκειμένου το Hush να διαφοροποιηθεί από τους προκατόχους του.
Αναγνωρίζω ακόμη και το γεγονός ότι αξιοποιήθηκαν όλοι οι χώροι του σπιτιού-σκηνικού προκειμένου να διατηρηθεί το ενδιαφέρον αμείωτο: Από την σκεπή μέχρι τα θεμέλια-υποστυλώματα.

Το πρόβλημά μου είναι ότι αν έχεις δει ένα home invasion, τα έχεις δει όλα, ΕΚΤΟΣ αν είσαι τόσο φαν του εν λόγω υποείδους που όσες φορές κι αν ξαναδείς το ίδιο πράγμα δεν το βαριέσαι.
Το Hush για μένα αποτελεί την απόδειξη ότι όσο μαέστρος κι αν είναι κάποιος στην κινηματογράφηση, τα στεγανά του home invasion είναι τόσο αδιαπέραστα, που δεν επιτρέπουν το αποτέλεσμα να απογειωθεί.

Ασφαλώς δεν μπορώ να πω σε καμία περίπτωση πως δεν μου άρεσε, ή ότι έχασα 80 λεπτά από τη ζωή μου, απλώς ήθελα να μου αρέσει πολύ περισσότερο.
Δεδομένου μάλιστα ότι ο σκηνοθέτης έκανε τα πάντα για να μου αρέσει, ήθελα το προσωπικό μου γούστο μου να ανταποκριθεί σε αυτή την υπερπροσπάθεια.
Τελικά το βρήκα απλώς καλό και άνω του μετρίου.

Επί της ουσίας, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια είναι κωφάλαλη και ότι ο Flanagan αξιοποιεί το εύρημα αυτό στο έπακρο, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της πλοκής τα έχουμε δει στις τόσες και τόσες ταινίες εισβολής που έχουν προηγηθεί.

Έχουμε δει την απόμερη κατοικία, έχουμε δει τον αρχικό χαρακτήρα που μας εισάγει στην ψυχοσύνθεση του ήρωα, έχουμε δει τον μασκοφόρο εισβολέα, την κλίση στο 911 που ποτέ δεν ολοκληρώνεται, όπως επίσης και τον «από μηχανής σωτήρα» που από την πρώτη στιγμή που τον βλέπουμε, γνωρίζουμε ότι θα αποτύχει και θα καταλήξει νεκρός.

Εντωμεταξύ τα τζάμια της καλύβας εμφανίζονται υπερβολικά ενισχυμένα και σχεδόν άθραυστα, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο man δυσκολεύεται πολύ να τα σπάσει –και στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας το αποφεύγει.
Καλύβα με ενισχυμένα τζάμια.
Μάλιστα.

Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης, λαμβάνει χώρα στη σιωπή και αυτό λειτουργεί υπέρ της πρωτοτυπίας. 
Για περισσότερο από μία ώρα, δεν βλέπουμε να ανταλλάσσεται ούτε μια κουβέντα.
Ωστόσο δεν είναι αυτό που κουράζει, αλλά τα κλισέ του υποείδους.

Το συνιστώ ανεπιφύλακτα στους οπαδούς των home invasion, με την έννοια ότι δεν προβλέπω μετά από αυτή τη δουλειά να ξαναδώ μια αντίστοιχη που να μου αρέσει.

Βασίλης Γιαννάκης.





Release Dates:
16 March 2016 (SXSW)
8 April 2016 (USA)