Header Ads

Son of Kong (1933): Το βιαστικό sequel του κλασικού King Kong!


Η γενιά μου μεγάλωσε με το King Kong (1976) και το sequel του [King Kong Lives (1986)], ενώ οι πιτσιρικάδες μεγάλωσαν με το King Kong (2005). 
Στους φαν του στούντιο Toho αρέσει και το King Kong vs. Godzilla (1962), ενώ στους φαν του trash αρέσουν ακόμη και απομιμήσεις όπως το King of Kong Island (1968). 

Αλλά αναμφισβήτητα ο βασιλιάς είναι το King Kong (1933). 
Το ξέρατε όμως πως η τεράστια επιτυχία αυτής της ταινίας έσπρωξε το στούντιο παραγωγής του (RKO) στο να γυρίσει ένα βιαστικό sequel χαμηλού προϋπολογισμού (σε σκηνοθεσία Ernest B. Schoedsack) που κατάφερε να αμολήσει τους κινηματογράφους μόλις λίγους μήνες μετά την πρώτη ταινία;

Η ταινία ξεκινά από εκεί που τελείωσε η προηγούμενη και βρίσκει τον κινηματογραφιστή Carl Denham (ο Robert Armstrong που επιστρέφει) να προσπαθεί να ξεφύγει από ένα μπαράζ μηνύσεων για τα γεγονότα που σχετίζονται με τον King Kong. 
Για να το πετύχει αυτό, και γενικά για να ξεφύγει από τις σκοτούρες της Νέας Υόρκης, ξεκινά ένα ταξίδι με το πλοίο του Englehorn (ο Frank Reicher που επίσης επιστρέφει), κατά το οποίο γνωρίζει μια πανέμορφη τραγουδίστρια [η Helen Mack του She (1935)] – της οποίας το τραγούδι ‘Runaway Blues’ είναι υπέροχο.

Μετά από μια σειρά από γεγονότα η παρέα των πρωταγωνιστών θα πάει στο Kong Island όπου υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως εκεί υπάρχει ένας πολύτιμος θησαυρός. 
Όμως σύντομα θα συναντήσουν το καλόκαρδο τέρας του τίτλου (το οποίο οι φαν πλέον φωνάζουμε Kiko, παρότι το όνομα αυτό δεν αναφέρετε πουθενά), και καμπόσα άλλα που είναι εχθρικά.

Το κακό βέβαια είναι πως περνά αρκετή ώρα μέχρι τα τέρατα να αρχίσουν να μάχονται μεταξύ τους και να γίνουν απειλή προς τον άνθρωπο (και μάλιστα όχι πολύ μεγάλη αφού η έμφαση εδώ δεν είναι ο τρόμος – όπως στην πρώτη ταινία – αλλά η κωμωδία), και επειδή η διάρκεια είναι πολύ μικρή (μόλις 70 λεπτά), ο περισσότερος χρόνος αναλώνεται σε ανούσιο character development (κοινώς άνθρωποι που μιλάνε μεταξύ τους).

Αυτό θα μπορούσαμε να το συγχωρέσουμε αν τα εφέ μας αποζημίωναν, αλλά δυστυχώς και αυτά είναι πολύ κατώτερα από αυτά της πρώτης ταινίας.

Χρήστος Μουρούκης.